- αἱματοποσία
- αἱμᾰτο-ποσία or [full] αἱμο-ποσία, ἡ,A drinking of blood, Porph. ap. Stob.1.49.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιματοποσία — η και αιμο (Α αἱματοποσία) πόση αίματος, το να πίνεις αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + πόσις] … Dictionary of Greek
αιματορρόφηση — και ρροφία, η η αιματοποσία* … Dictionary of Greek
αιμοποσία — η (Μ αἱμοποσία) [αἱμοπότης] η αιματοποσία* … Dictionary of Greek